χωματουργικός

χωματουργικός
toprak kazma

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χωματουργικός — ή, ό, Ν [χωματουργός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χωματουργία, στους χωματισμούς (α. «χωματουργικά έργα» β. «χωματουργικά μηχανήματα») …   Dictionary of Greek

  • χωματουργικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χωματουργία ή στο χωματουργό: Κάνει χωματουργικά έργα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”